- ἕκτορος
- ἕκτωρholding fastmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἕκτορος — Ἕκτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Epic Cycle — The Epic Cycle ( el. Επικός Κύκλος) was a collection of Ancient Greek epic poems that related the story of the Trojan War, which includes the Kypria , the Aithiopis , the Iliou persis ( The Sack of Troy ), the Nostoi ( Returns ), and the Telegony … Wikipedia
τροπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο τής μάχης 3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» φοβεροί στα μάτια τού Έκτορος,… … Dictionary of Greek
Согласование — (грамм.). Под именем С. разумеется более или менее полное уподобление грамматической формы одного слова грамматической форме другого, с которым первое находится в ближайшей связи. С. является результатом присущего флектирующим языкам стремления… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Hector — Pour les articles homonymes, voir Hector (homonymie). Achille gardant le corps d Hector, coupe athénienne à figures rouges, v. 490 480 av … Wikipédia en Français
Hector (mythologie) — Hector Pour les articles homonymes, voir Hector (homonymie). Achille gardant le corps d Hector, coupe athénienne à figures rouges … Wikipédia en Français
ДИОНИСИЙ — • Dionysius, Διονύσιος, 1. фокеец, предводитель ионян в восстании их против персов. После битвы при Ладе он уехал в западные моря и в качестве морского разбойника воевал с тирренцами и карфагенянами. Hdt. 6, 11 сл.; 2. Д … Реальный словарь классических древностей
Achilleis (trilogy) — Priam (right) entering the hut of Achilles in his effort to ransom the body of Hector. The figure at left is probably one of Achilles servant boys. (Attic red figure kylix of the early fifth century BCE) The Achilleis (after the Ancient Greek… … Wikipedia
αστυάναξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιός του Έκτορα και της Ανδρομάχης, που οι γονείς του τον ονόμασαν Σκαμάνδριο και ο λαός του Α., προς τιμήν του πατέρα του, που είχε πολεμήσει με αυταπάρνηση για την Τροία. Ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος ή ο Νεοπτόλεμος τον σκότωσε,… … Dictionary of Greek
αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek